λιμπίζομαι — λιμπίζομαι, λιμπίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιμπίζομαι — λιμπίστηκα, επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ κάτι: Λιμπίστηκα να φάω καρπούζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγουρεύ — [λιγούρα] (ενεργ. και μέσ.) καταλαμβάνομαι από σφοδρή επιθυμία να αποκτήσω ή να φάγω κάτι, λιμπίζομαι, ποθώ … Dictionary of Greek
λιμβίζω — (Μ) βλ. λιμπίζομαι … Dictionary of Greek
λιμπά — τα (Μ λιμπά) οι όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. λιμβός (Ι) «λαίμαργος» και το ρ. λιμπίζομαι] … Dictionary of Greek
λιμπισία — λιμπισία, ἡ (Μ) [λιμπίζομαι] 1. επιθυμία, όρεξη 2. το να είναι κάτι επιθυμητό, λαχταριστό … Dictionary of Greek
λιμπιστός — ή, ό [λιμπίζομαι] αυτός που προκαλεί σφοδρή επιθυμία, λαχταριστός, ζηλευτός, ποθητός … Dictionary of Greek
νοστιμεύω — (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος] 1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό») 2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό,… … Dictionary of Greek
γλείφομαι — γλείφομαι, γλείφτηκα βλ. πίν. 14 Σημειώσεις: γλείφομαι : στην παθητική φωνή, η έννοια διαχωρίζεται σε σχέση με την ενεργητική. Σημαίνει → γλείφω τα χείλη μου και (μεταφορικά) λιμπίζομαι, επιθυμώ να γευτώ κάτι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λιγουρεύομαι — λιγουρεύτηκα, επιθυμώ κάτι πολύ, ποθώ, λιμπίζομαι, λαχταρώ: Λιγουρεύτηκα ένα παγωτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)